- κήδεται
- κήδωtroublepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
печисѧ — ПЕ|ЧИСѦ (ЩИСѦ) 2 (312), КОУСѦ, ЧЕТЬСѦ гл. 1.Печься, заботиться, беспокоиться: ты бы о своѥмь сѧ. тъчью печеши аще ѹстроиши добрѣ то о иномь небрежеши. (μεριμνᾶς) Изб 1076, 257 об.; тъкмо ѡ добродѣтели пещис˫а. (ἐξέχεσϑαι) ЖФСт к. XII, 77 об.;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… … Dictionary of Greek